Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εγγράφομαι συνδρομητής σε εφημερίδα

  • 1 выписать

    выписать, выписывать 1) (сделать выписки) διαλέγω, αντιγράφω 2) (журнал и т. п.) εγγράφομαι συνδρομητής \выписать газету εγγράφομαι συνδρομητής σε εφημερίδα
    * * *
    = выписывать
    1) ( сделать выписки) διαλέγω, αντιγράφω
    2) (журнал и т. п.) εγγράφομαι συνδρομητής

    вы́писать газе́ту — εγγράφομαι συνδρομητής σε εφημερίδα

    Русско-греческий словарь > выписать

  • 2 подписать

    ρ.σ.μ.
    1. υπογράφω•

    подписать приказ υπογράφω δ ιαταγή•

    подписать документ υπογράφω έγγραφο•

    подписать вместе с другим προσυπογράφω•

    подписать договор υπογράφω συνθήκη (συμφωνία).

    2. γράφω στο τέλος•

    он -ал ещё несколько строчек αυτός έγραψε στο τέλος ακόμα μερικές σειρές.

    3. (εγ)γράφω συνδρομητή (σε εφημερίδα, περιοδικό κ.τ.τ.).
    1. υπογράφω•

    я готов подписать под этим обеими-руками είμαι έτοιμος να υπογράψω αυτό με τα δυό τα χέρια(ολόψυχα).

    2. εγγράφομαι•

    подписать на журнал εγγράφομαι (συνδρομητής) στο περιοδικό•

    подписать на заем εγγράφομαι στο δάνειο.

    Большой русско-греческий словарь > подписать

  • 3 выписать

    пишу, -пишешь, ρ.σ.μ.
    1. αντιγράφω (περικοπές, αποσπάσματα), ξεσηκώνω.
    2. καθαρογράφω. || σχεδιάζω, παρασταίνω με επιμέλεια.
    3. γράφω, δίνω έγγραφο•

    выписать квитанцию δίνω απόδειξη•

    выписать счет δίνω γραπτό λογαρισμό.

    4. γράφομαι, εγγράφομαι συνδρομητής•

    выписать газету, журнал γράφομαι συνδρομητής στην εφημερίδα, στο περιοδικό.

    5. δίνω εξιτήριο•

    выписать из госпиталя δίνω εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.

    1. παίρνω εξιτήριο•

    он -лся из госпиталя πήρε εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.

    2. παλ. χάνω τη συγγραφική λογοτεχνική ικανότητα.

    Большой русско-греческий словарь > выписать

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»